ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΑΣΦΑΛΙΣΕΙΣ

Το πρώτο Σχέδιο Κοινωνικών Ασφαλίσεων εφαρμόστηκε το 1957, επί Αγγλοκρατίας. Ήταν ένα υποτυπώδες Σχέδιο και με πολλές ελλείψεις που περιοριζόταν στην τάξη των μισθωτών του ιδιωτικού και δημόσιου τομέα και άφηνε έξω από το πεδίο εφαρμογής του τη μάζα των γεωργικών εργατών και όλους τους αυτοτελώς εργαζομένους. Οι ασφαλιστικοί κίνδυνοι που κάλυπτε το Σχέδιο ήταν η ασθένεια, η ανεργία, το γήρας και ο θάνατος. Τόσο οι εισφορές όσο και οι παροχές του Σχεδίου καθορίστηκαν σε πάγιο, ομοιόμορφο ύψος χωρίς συσχέτιση με τους μισθούς και τα ημερομίσθια.

 

 

ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΑΣΦΑΛΙΣΕΙΣ

 

 

Η Κοινωνική Ασφάλιση είναι ένας θεσμός που δίκαια χαρακτηρίζεται ως μια από τις μεγαλύτερες κατακτήσεις των εργαζομένων Παγκόσμια.

 

Λειτουργεί αλληλέγγυα και είναι το εχέγγυο των εργαζομένων στις περιπτώσεις ανεργίας, ασθενείας, ανικανότητας, σύνταξης και γενικότερης κοινωνικής στήριξης.

 

Το Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων στη Κύπρο πέρασε από διάφορα στάδια μέχρι να καταλήξει στη σημερινή του μορφή.

 

 

Το πρώτο Σχέδιο Κοινωνικών Ασφαλίσεων εφαρμόστηκε το 1957, επί Αγγλοκρατίας. Ήταν ένα υποτυπώδες Σχέδιο και με πολλές ελλείψεις που περιοριζόταν στην τάξη των μισθωτών του ιδιωτικού και δημόσιου τομέα και άφηνε έξω από το πεδίο εφαρμογής του τη μάζα των γεωργικών εργατών και όλους τους αυτοτελώς εργαζομένους. Οι ασφαλιστικοί κίνδυνοι που κάλυπτε το Σχέδιο ήταν η ασθένεια, η ανεργία, το γήρας και ο θάνατος. Τόσο οι εισφορές όσο και οι παροχές του Σχεδίου καθορίστηκαν σε πάγιο, ομοιόμορφο ύψος χωρίς συσχέτιση με τους μισθούς και τα ημερομίσθια.

 

 

Η αξία του Σχεδίου αυτού ήταν πολύ περιορισμένη γιατί η εξαίρεση των αυτοτελώς εργαζομένων και των γεωργικών εργατών από αυτό, ουσιαστικά σήμαινε ότι η συντριπτική πλειονότητα των εργαζομένων των μέσων ηλικιών και άνω παρέμεινε χωρίς προστασία, μια και απασχολείτο στη γεωργία. Παράλληλα το ύψος των ωφελημάτων από το Σχέδιο ήταν σε τόσο χαμηλό επίπεδο που σχεδόν δεν εξασφάλιζε ούτε το ελάχιστο εισόδημα για τη φυσική επιβίωση των εργαζομένων.

 

Καμιά προστασία δεν προβλεπόταν σε περίπτωση μόνιμης ανικανότητας για εργασία, η δε καταβολή αποζημιώσεων προς τους εργαζόμενους για εργατικά ατυχήματα εξαρτάτο αποκλειστικά από την οικονομική ευχέρεια του εργοδότη.

 

Αξίζει να σημειωθεί ότι η διάκριση των δύο φύλων, και συγκεκριμένα η διάκριση σε βάρος των γυναικών, ήταν χαρακτηριστικό του Σχεδίου του 1957. Αναφέρεται σαφώς ότι οι ασφαλισμένες παντρεμένες γυναίκες δεν εδικαιούνταν σε επιδόματα ανεργίας και ασθένειας.

 

 

Με την ανακήρυξη της Δημοκρατίας, η Κυπριακή πολιτεία έθεσε ανάμεσα στις αναπτυξιακές προτεραιότητες της και τη βελτίωση της κοινωνικής ασφάλειας, βασικό μέτρο της οποίας αποτελούσε το σύστημα Κοινωνικών Ασφαλίσεων. Έτσι τον Οκτώβριο του 1964, παρά τις επικρατούσες τότε αντίξοες πολιτικές συνθήκες, το Σχέδιο επεκτάθηκε σ’ ολόκληρο τον εργαζόμενο πληθυσμό, μισθωτούς και αυτοαπασχολούμενους, καλύπτοντας ταυτόχρονα και τα εργατικά ατυχήματα και τις επαγγελματικές ασθένειες.

 

 

Η σημασία της νομοθεσίας του 1964 δεν περιορίζεται μόνο στο γεγονός ότι η κοινωνική ασφάλιση και προστασία επεκτάθηκε στο σύνολο των εργαζομένων, αλλά και στο ότι έγινε με τέτοιους όρους που έδωσε δικαίωμα σε σύνταξη σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα (τρία χρόνια), χωρίς κανένα περιορισμό ηλικίας, με αποτέλεσμα το σύνολο σχεδόν του πληθυσμού ηλικίας 65 χρόνων και άνω να παίρνει σύνταξη από το 1968. Αναφέρεται εδώ ότι ο αριθμός των συνταξιούχων από 5.500 που ήταν το 1964 ανήλθε σε 18.000 το 1968. Το στοιχείο αυτό κάμνει το Σχέδιο μας μοναδικό, σε σύγκριση με τα Σχέδια Κοινωνικών Ασφαλίσεων άλλων χωρών, που χρειάστηκαν πολλές δεκαετίες για να φθάσουν σε τέτοιο στάδιο. Το γεγονός αυτό προκαθόρισε σε μεγάλο βαθμό και τις υποχρεώσεις των σημερινών και των επόμενων δεκαετιών γενιών των εργαζομένων έναντι του πληθυσμού εκείνου ο οποίος παρέμεινε απροστάτευτος.

 

 

Στη δεκαετία 1964-1974 το  Σχέδιο εξακολούθησε να βελτιώνεται με αυξήσεις στις παροχές και την εισαγωγή νέων ωφελημάτων, όπως ήταν η σύνταξη ανικανότητας για ασφαλισμένους που ήταν μόνιμα ανίκανοι για εργασία, η επέκταση των επιδομάτων ανεργίας και ασθενείας στις παντρεμένες γυναίκες και του επιδόματος ασθενείας στους αυτοτελώς εργαζόμενους.

 

 

Η ανοδική πορεία της προόδου και της εξέλιξης ανακόπηκε βίαια, λόγω των καταστροφικών επιπτώσεων των τραγικών γεγονότων του Ιουλίου του 1974. Οι επιπτώσεις αυτές απείλησαν το Σχέδιο με παντελή καταστροφή και χρεοκοπία. Η υπεύθυνη όμως στάση όλων των ενδιαφερομένων –  Συντεχνιών, κυβέρνησης, εργοδοτών, εργαζομένων και συνταξιούχων – απεσόβησε τον κίνδυνο και το Σχέδιο διασώθηκε με τη μείωση των συντάξεων και την αναστολή της πληρωμής ορισμένων ωφελημάτων, γεγονός που δείχνει ότι ο Κυπριακός λαός σε δύσκολες στιγμές κάμνει πρόθυμα θυσίες για τη διαφύλαξη ζωτικών θεσμών.

 

 

Η σταδιακή ανάκαμψη της οικονομίας επέτρεψε, όχι μόνο την επαναφορά του  Σχεδίου στα προ της εισβολής επίπεδα, αλλά και την περαιτέρω βελτίωση των παροχών στα χρόνια από το 1977 μέχρι το 1980.

 

 

Το Σχέδιο του 1964, παρόλα τα ευεργετικά του αποτελέσματα, δε μπορούσε να ανταποκριθεί και να προσαρμοστεί στις νέες κοινωνικοοικονομικές συνθήκες του τόπου και στις ανάγκες των εργαζομένων. Το Σχέδιο εκείνο με τις ομοιόμορφες εισφορές και παροχές δεν ελάμβανε υπόψη το επίπεδο των μισθών και εισοδημάτων των ασφαλισμένων. Αυτός ήταν και ο κύριος λόγος της ανεπάρκειας του, γιατί δε μπορούσε να εξασφαλίσει ικανοποιητικά ωφελήματα ούτε και σ’ αυτούς που ήταν χαμηλά αμειβόμενοι, με αποτέλεσμα οι εργαζόμενοι να αναζητούν συμπληρωματική προστασία μέσω θεσμών, κυρίως ταμείων προνοίας τα οποία όμως δε μπορούσαν, όσο και αν βελτιώνονταν, να εξασφαλίσουν την αναμενόμενη προστασία γιατί τα ταμεία αυτά βασίζονται σε εντελώς διαφορετική φιλοσοφία και αρχές σε σύγκριση με ένα σύστημα Κοινωνικών Ασφαλίσεων.

 

Τα ταμεία προνοίας είναι ένας θεσμός αποταμίευσης και η κοινωνική προστασία που παρέχουν είναι από τη φύση του θεσμού περιορισμένη. Τα ταμεία αυτά χαρακτηρίζονται γενικά από ατομικιστική προσέγγιση με παντελή την έλλειψη αλληλεγγύης μια και τα ωφελήματα τους περιορίζονται σε όσα το άτομο μπόρεσε να αποταμιεύσει. Τούτο επέβαλλε μια νέα προσέγγιση στον τομέα της κοινωνικής ασφάλισης, λαμβάνοντας υπόψη τα κυπριακά δεδομένα, τις διεθνείς τάσεις και την εμπειρία άλλων χωρών.

 

 

Το Αναλογικό Σχέδιο Κοινωνικών Ασφαλίσεων

 

 

Μετά από επισταμένες μελέτες και διαβουλεύσεις με τους κοινωνικούς εταίρους, η Κυβέρνηση κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η ορθή αντιμετώπιση του προβλήματος επέβαλλε την εισαγωγή ενός νέου Σχεδίου Κοινωνικών Ασφαλίσεων. Το νέο Σχέδιο που εφαρμόστηκε τον Οκτώβριο του 1980 και που χαρακτηρίστηκε το σημαντικότερο μέτρο στον τομέα της κοινωνικής πολιτικής που λήφθηκε ποτέ στην Κύπρο, βασίστηκε στις πιο κάτω αρχές:

 

 

–          Η υπαγωγή των εργαζομένων στο νέο Σχέδιο θα πρέπει να είναι καθολική, έτσι που να υπάρχει αλληλεγγύη στην κάλυψη των κοινωνικών κινδύνων που θα εξασφαλίζει αυτό.

 

–          Οι εισφορές και οι παροχές να συνδέονται άμεσα με το εισόδημα του ασφαλισμένου από την εργασία.

 

–          Το επίπεδο των παροχών σε περίπτωση πρόωρης ανικανότητας για εργασία ή θανάτου θα πρέπει να είναι επαρκές, ανεξάρτητα από τον πραγματικό χρόνο ασφάλισης.

 

–          Η χρηματοδότηση του Σχεδίου να είναι τριμερής, όπως ήταν και η χρηματοδότηση του παλιού Σχεδίου, η δε κρατική εισφορά να χρησιμοποιείται για επιδότηση των χαμηλά αμειβομένων μελών του Σχεδίου.

 

–          Η μείωση του χάσματος μεταξύ των αδύνατων ομάδων των εργαζομένων και των προνομιούχων εργαζομένων που εκτός της προστασίας του συστήματος κοινωνικών ασφαλίσεων είχαν επαγγελματικά σχέδια συντάξεων ή ταμεία προνοίας.

 

–          Η αποφυγή της υπερασφάλισης και υπερπροστασίας των προνομιούχων έτσι ώστε να είναι όσο το δυνατό λιγότερο δαπανηρή η εισαγωγή του Σχεδίου για την οικονομία ως σύνολο.

 

Το Σχέδιο χρηματοδοτείται από εισφορές των εργοδοτών, των ασφαλισμένων και του κράτους.

 

 

Για τους μισθωτούς οι εισφορές υπολογίζονται πάνω στα ημερομίσθια ή το μισθό τους μέχρι σ’ ένα ανώτατο όριο που καθορίζεται κάθε χρόνο (£22.104 λίρες για το 2003). Η εισφορά, της οποίας το ποσοστό είναι 16,6% βαρύνει τον εργοδότη, το μισθωτό και το κράτος σε αναλογία 6,3%, 6,3% και 4%. Για μισθωτό που απασχολείται σε εργοδότη που εφαρμόζει επαγγελματικό Σχέδιο Συντάξεων χωρίς εισφορές από μέρους του μισθωτού, το ποσοστό εισφοράς που καταβάλλεται από τον εργοδότη είναι 9,4% πάνω στις ασφαλιστέες αποδοχές του μισθωτού, το δε ποσοστό εισφοράς του μισθωτού είναι 3,2% πάνω στις ασφαλιστέες αποδοχές του.

 

 

Για τους αυτοτελώς εργαζόμενους η εισφορά είναι 15,6% και υπολογίζεται πάνω σε «τεκμαρτά» εισοδήματα, τα οποία καθορίζονται κατά επαγγελματική κατηγορία, λαμβάνοντας υπόψη τις χαμηλές εισοδηματικές τάξεις κάθε επαγγελματικής κατηγορίας. Η εισφορά βαρύνει κατά 11,6% τον αυτοτελώς εργαζόμενο και κατά 4% το κράτος.

 

 

Για τους προαιρετικά ασφαλισμένους – εσωτερικού – η εισφορά είναι 13,5% και βαρύνει κατά 10% τον προαιρετικά ασφαλισμένο πάνω στις αποδοχές για τις οποίες ασφαλίζεται και κατά 3,5% το κράτος. Για τους προαιρετικά ασφαλισμένους – εξωτερικού – δηλαδή αυτούς που εργάζονται στην υπηρεσία Κύπριου εργοδότη στο εξωτερικό, η εισφορά είναι 16,6% και βαρύνει κατά 12,6% τον προαιρετικά ασφαλισμένο πάνω στις ασφαλιστέες αποδοχές του και κατά 4% το κράτος.

 

 

Οι παροχές που πληρώνονται από το Σχέδιο Κοινωνικών Ασφαλίσεων είναι:

 

Βοηθήματα γάμου, τοκετού και κηδείας, επιδόματα μητρότητας, ασθενείας, ανεργίας, συντάξεις γήρατος, χηρείας, ανικανότητας, επιδόματα ορφανίας και αγνοουμένου και παροχές για εργατικά ατυχήματα, δηλαδή επίδομα σωματικής βλάβης, παροχές λόγω αναπηρίας και παροχές λόγω θανάτου.

 

 

Από τις πιο πάνω παροχές, οι αυτοτελώς εργαζόμενοι δε δικαιούνται επίδομα ανεργίας και παροχές για εργατικά ατυχήματα, οι προαιρετικά ασφαλισμένοι δικαιούνται μόνο συντάξεις και βοηθήματα γάμου, τοκετού και κηδείας και οι μισθωτοί δικαιούνται όλες τις παροχές.

 

 

Για να αντιληφθούμε την αξία του Σχεδίου αναφέρουμε ενδεικτικά ότι το Σχέδιο καλύπτει σήμερα 319.000 εργαζόμενους (175.000, 54,9% είναι άνδρες και 144.000 ή 45.1% είναι γυναίκες) από τους οποίους 285.000 είναι μισθωτοί 33.000 είναι αυτοτελώς εργαζόμενοι και 1.000 περίπου είναι προαιρετικά ασφαλισμένοι. Οι συνταξιούχοι του Σχεδίου ξεπερνούν τις 95.000 που μαζί με τους εξαρτωμένους τους αποτελούν το 1/5 του κυπριακού πληθυσμού περίπου. Τα έσοδα του Ταμείου από εισφορές ανήλθαν το 2002 σε £379.814.000 και οι πληρωμές για παροχές σε £324.273.000 το δε αποθεματικό του Ταμείου κατά το τέλος του 2002 ανήλθε σε £2.360.010.000 (2,4 δισεκατομμύρια). Το 2003 το Ταμείο αναμένεται να εισπράξει από εισφορές £407.000.000 περίπου και να πληρώσει σε παροχές £348.000.000 και το αποθεματικό του να αυξηθεί στο τέλος του 2003 σε £2.528.854.000 (2,5 δισεκατομμύρια). Οι εισφορές (16,6%) κατανέμονται: στο Λογαριασμό Γενικών Παροχών 9,5%, στο Λογαριασμό Συμπληρωματικών Παροχών 6% και στο Λογαριασμό παροχών Ανεργίας 1,1%.

 

 

Το σημαντικότερο ίσως πρόβλημα που αντιμετωπίζει το Σχέδιο είναι αυτό των εισφορών των αυτοτελώς εργαζομένων. Το πρόβλημα με τους αυτοτελώς εργαζόμενους είναι ότι καταβάλλουν εισφορές πάνω σε μέσο εισόδημα το οποίο είναι χαμηλότερο από το πραγματικό τους και σημαντικά χαμηλότερο από το μέσο εισόδημα των μισθωτών.

 

 

Μέσα στα πλαίσια της πολιτικής αυτής, από της εισαγωγής του Σχεδίου μέχρι σήμερα, έχουν επενεχθεί ουσιαστικές βελτιώσεις στη νομοθεσία, όπως είναι η μείωση της συντάξιμης ηλικίας των μεταλλωρύχων, η πληρωμή κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις σύνταξης γήρατος από το 63ο έτος, η εισαγωγή του θεσμού της μερικής σύνταξης ανικανότητας, του κατώτατου ποσού σύνταξης, η επέκταση του δικαιώματος σε επίδομα μητρότητας από 12 σε 16 εβδομάδες, η αναγνώριση σε ασφαλισμένες γυναίκες περιόδων φροντίδας των παιδιών τους ως συντάξιμου χρόνου, η τιμαριθμική αναπροσαρμογή των συντάξεων κάθε εξάμηνο πέραν των ετήσιων αναθεωρήσεων και άλλες.

 

 

Η σημαντικότερη ίσως από τις βελτιώσεις του Σχεδίου είναι η χορήγηση πιστώσεων σε ασφαλισμένες γυναίκες για τη φροντίδα των παιδιών τους. Οι πιστώσεις αυτές, τριών χρόνων για κάθε παιδί, χορηγούνται υπό την προϋπόθεση ότι η ασφαλισμένη γυναίκα έχει κενά στην ασφάλιση της μέσα στα πρώτα 12 χρόνια από την ημερομηνία γέννησης ή υιοθεσίας κάθε παιδιού της. Σκοπός της διάταξης αυτής είναι να βοηθηθούν οι γυναίκες που διακόπτουν την εργασία τους για τη φροντίδα των παιδιών τους, να θεμελιώσουν δικαίωμα σε σύνταξη. Οι πιστώσεις αυτές λαμβάνονται υπόψη τόσο για σκοπούς θεμελίωσης δικαιώματος σε σύνταξη όσο και για σκοπούς καθορισμού του ύψους της σύνταξης.

 

 

Από τα πιο πάνω μπορεί κανείς να συμπεράνει ότι ο θεσμός των Κοινωνικών Ασφαλίσεων είναι ένας δυναμικός θεσμός και είναι το κυριότερο μέτρο στον τομέα της κοινωνικής πολιτικής μέσω του οποίου επιδιώκεται η ικανοποίηση κοινωνικών αναγκών.

 

 

Οι ανάγκες αυτές, όπως είναι φυσικό, διαφοροποιούνται υπό το φως των κατά καιρούς παρουσιαζόμενων κοινωνικοοικονομικών προβλημάτων. Γι’ αυτό τα Σχέδια Κοινωνικών Ασφαλίσεων γενικά, περιλαμβανομένου και του δικού μας Σχεδίου, καλούνται να αντιμετωπίσουν τις νέες προκλήσεις και να δώσουν λύσεις στα νέα κοινωνικά προβλήματα.

 

 

Ο ρόλος της ΠΕΟ σ’ αυτή την ιστορική πορεία του Ταμείου Κοινωνικών Ασφαλίσεων ήταν πολύ σημαντικός, ήταν ο πιο καθοριστικός, ιδιαίτερα όταν επρόκειτο να εφαρμοστεί το Αναλογικό Σύστημα.

 

 

Η επιμονή μας για εφαρμογή του αναλογικού, παρά τις έντονες αντιδράσεις και παρά το κόστος που ενδεχομένως θα είχαμε, ήταν αποτέλεσμα της βαθιάς μας πίστης προς την αξία του θεσμού και πόσο αυτός θα βοηθούσε μακροπρόθεσμα τους εργαζομένους. Και είναι σωστή η εκτίμηση ότι αυτή η επιμονή της ΠΕΟ είναι που έκρινε τελικά την εφαρμογή του  Αναλογικού Σχεδίου Κοινωνικών Ασφαλίσεων.

 

 

Το Σχέδιο Κοινωνικών Ασφαλίσεων λειτουργεί όπως προαναφέρθηκε στη βάση της ισότητας και της αλληλεγγύης.

 

 

Τα τελευταία χρόνια γίνεται αρκετή συζήτηση για το θέμα της βιωσιμότητας του Ταμείου. Και αυτό ύστερα από κάποιες μελέτες του αναλογιστή ο οποίος ισχυρίζεται ότι με την αύξηση του μέσου όρου ζωής στη Κύπρο οι αρχικές αναλογιστικές μελέτες ανατρέπονται.  Οι όλες συζητήσεις οι οποίες γίνονται ανεπίσημα και υπό μορφή βολιδοσκοπήσεων περιστρέφονται γύρω από την αύξηση του ορίου αφυπηρέτησης ως της μόνης λύσης του προβλήματος.

 

Η τοποθέτηση μας σε αυτό το κεφαλαιώδες θέμα είναι ότι πρώτα και κύρια θα πρέπει να ξεκινήσει ένας σοβαρός προβληματισμός στη βάση μελέτης και στη βάση της πραγματικής εικόνας του ταμείου.

 

 

Η ΠΕΟ διαφωνεί με την λογική ότι με την αύξηση του μέσου όρου ζωής σημαίνει παράλληλη αύξηση του ορίου αφυπηρέτησης και ούτε λίγο ούτε πολύ θα πρέπει να διατηρούμε εσαεί τον ίδιο αριθμό χρόνων που ένας συνταξιούχος απολαμβάνει την σύνταξη του.

 

 

Υπάρχουν και άλλα μέτρα τα οποία θα μπορούσαν να εφαρμοστούν όπως είναι:

 

(α) Ο εντοπισμός όσων παρανομούν και δεν καταβάλλουν Κοινωνικές

     Ασφαλίσεις ούτε οι ίδιοι ούτε στους υπαλλήλους τους. Ο αριθμός

     αυτός αυξάνεται ανησυχητικά. Το ταμείο θα μπορούσε να

     εισπράξεις εκατομμύρια λίρες οσάκις πετύχει να επιθεωρεί σωστά

     τα εργοτάξια.

 

(β) Όλοι οι ασφαλιζόμενοι – όχι μόνο οι μισθωτοί – να καταβάλλουν

      στα πραγματικά τους εισοδήματα.

 

(γ) Βελτίωση της επενδυτικής πολιτικής του αποθεματικού.

 

(δ) Αύξηση της απασχολισημότητας.

 

(ε) Θα μπορούσε ακόμα εάν χρειαστεί, να συζητηθεί θέμα αύξησης

     της εισφοράς όλων των κοινωνικών εταίρων.

 

 

ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ 23ΟΥ ΣΥΝΕΔΡΙΟΥ

Μέσα στο σχέδιο απόφασης του 23ου Συνεδρίου της ΠΕΟ, εμπεριέχεται σχετικό κείμενο για τις Κοινωνικές Ασφαλίσεις το οποίο αναφέρει:

 

“ Το συνέδριο για μια ακόμη φορά τονίζει την τεράστια σημ

ασία που  

αποδίδει η ΠΕΟ στα θέματα της κοινωνικής ασφάλισης.

 

 

Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο η ΠΕΟ θα παρακολουθά συνεχώς τα ζητήματα που αφορούν την λειτουργία και τη βιωσιμότητα του Ταμείου Κοινωνικών Ασφαλίσεων έτσι που αυτό να ανταποκρίνεται στις ανάγκες των ασφαλισμένων όπως αυτές διαμορφώνονται σήμερα.

 

Ιδιαίτερα θα εργαστούμε για την εξάλειψη της διαφοράς που υπάρχει στις συντάξεις λόγω μη σωστής καταβολής των εισφορών από τους αυτοτελώς εργαζόμενους όπως και για την ουσιαστική αύξηση των κατώτερων συντάξεων και της κοινωνικής σύνταξης στο ύψος των δημοσίων βοηθημάτων.

 

 

Στο κέντρο της προσοχής μας θα είναι και τα ζητήματα της βιωσιμότητας του Ταμείου.

 

 

Σημειώνουμε την ανησυχία μας για τον συνεχιζόμενο και αυξανόμενο δανεισμό της Κυβέρνησης από το Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων. Καλούμε την κυβέρνηση σε συνεννόηση με τους κοινωνικούς εταίρους έγκαιρα να λάβει μέτρα αντιμετώπισης του προβλήματος αυτού.

 

 

Το 23ο Συνέδριο έθεσε βασικά τρία σημεία:

 

            (α) Το θέμα της εισφοράς των αυτοτελώς εργαζομένων

            (β) Της βιωσιμότητας του ταμείου

            (γ) Τον συνεχιζόμενο δανεισμό της κυβέρνησης από το Ταμείο.

 

Σε ότι αφορά την εισφορά των αυτοτελώς εργαζομένων ακόμη το θέμα εκκρεμεί. Υπάρχει πρόταση μας στην Βουλή η οποία αναμένεται να συζητηθεί.

 

Ούτε και για την βιωσιμότητα του Ταμείου – εκτός από κάποιες σπασμωδικές κινήσεις – γίνεται οποιαδήποτε συγκεκριμένη ενέργεια.

 

Για τον δανεισμό της κυβέρνησης από το Ταμείο θα πρέπει τάχιστα να παρθεί η πολιτική απόφαση για τερματισμό του γιατί πλησίασε ανησυχητικά ο χρόνος που τα έσοδα του Ταμείου δεν θα αρκούν για τις υποχρεώσεις του.

 

 

Βελτιώσεις στη Νομοθεσία

 

Στα χρόνια που μεσολάβησαν από το προηγούμενο μας Συνέδριο μέχρι σήμερα είχαμε τις πιο κάτω τροποποιήσεις στη Νομοθεσία οι οποίες βελτίωσαν τις σχετικές παροχές.

 

 

(α) Σύνταξη χηρείας

Ο κανονισμός που ίσχυε από της ίδρυσης του Ταμείου, ότι δικαιούχος δεν μπορεί να απολαμβάνει πέραν της μιας σύνταξης, έχει τερματιστεί από τις 1 Ιανουαρίου 2001.

 

 

Με αυτή την τροποποίηση, ασφαλισμένη χήρα, που παίρνει σύνταξη χηρεία, δικαιούται όταν συμπληρώσει την συντάξιμη ηλικία να προσθέσει την σύνταξη γήρατος της και τη σύνταξη χηρείας της, με ορισμένους περιορισμούς σε ότι αφορά το ανώτατο ποσό σύνταξης που μπορεί να πάρει.

 

 

(β) Αύξηση από 1 Ιουλίου 2001, της κατώτερης σύνταξης από 77% που ήταν της ανώτατης βασικής, σε 85%.

 

 

(γ) Αυξήσεις παροχών για εξαρτώμενα από 6 Οκτωβρίου 2001 ως ακολούθως:

 

(1)    Σύνταξη Γήρατος, Σύνταξη Ανικανότητας και Αναπηρίας.

 

Με βάση τις διατάξεις της υφιστάμενης νομοθεσίας, το ποσό της βασικής σύνταξης γήρατος, ανικανότητας και αναπηρίας, αυξάνεται κατά το 1/3 αυτού για ένα εξαρτώμενο κατά ½ αυτού για δύο εξαρτώμενα και κατά 2/3 αυτού για τρείς ή περισσότερους εξαρτώμενους.

 

 

Οι νέες διατάξεις από 6 Οκτωβρίου 2001 προβλέπουν όπως σε περίπτωση ασφαλισμένης που δε δικαιούται αύξηση της βασικής της σύνταξης γήρατος ή ανικανότητας για το σύζυγο της, καταβάλλεται σε αυτή αύξηση για μέχρι δύο άλλα εξαρτώμενα της. Το ύψος της αύξησης είναι ίσο με το 1/6 της βασικής της σύνταξης για κάθε ένα από τα δύο άλλα εξαρτώμενα της.

 

 

 

 

(2)    Επίδομα Ασθενείας, Ανεργίας και Σωματικής Βλάβης

Σύμφωνα με τις πρόνοιες της υφιστάμενης νομοθεσίας, το ποσό της βασικής σύνταξης αυξάνεται:

 

–          κατά το 1/3 του ποσού αυτού για σύζυγο εξαρτώμενο και

–          κατά το 1/6 του ποσού αυτού για κάθε άλλο εξαρτώμενο μέχρι ανώτατο αριθμό δύο άλλα εξαρτώμενα.

 

 

Με βάση την τροποποίηση που θα ισχύει από 6 Οκτωβρίου 2001, σε περίπτωση που δεν  καταβάλλεται αύξηση του επιδόματος ασθενείας, ανεργίας ή σωματικής βλάβης για εξαρτώμενο σύζυγο του αιτητή, γιατί αυτός/αυτή εργάζεται και οι απολαβές του/της είναι ίσες ή μεγαλύτερες από το ποσό της αύξησης για εξαρτώμενο τότε  καταβάλλεται αύξηση μόνο για δύο άλλα εξαρτώμενα από 1/6 του βασικού επιδόματος για κάθε ένα από αυτά.

 

 

Πότε δεν καταβάλλεται αύξηση παροχής.

 

 

            (α) Δεν καταβάλλεται αύξηση του επιδόματος ανεργίας, ασθενείας ή σωματικής βλάβης για σύζυγο του αιτητή/αιτήτριας, όταν το ποσό των αποδοχών του/της συζύγου από την απασχόληση του/της ή το ποσό του επιδόματος που δικαιούται κατά την ίδια περίοδο είναι ίσο ή μεγαλύτερο από το ποσό της αύξησης του σχετικού επιδόματος. Επίσης αν αυτός δικαιούται σύνταξη χηρείας, γήρατος, αναπηρίας, χήρας ή χήρου, γονέως, ανικανότητας, επίδομα αγνοουμένου και επίδομα ορφάνιας. Δε δικαιούται αύξηση για εξαρτώμενο, αν στο εξαρτώμενο αυτό καταβάλλεται κοινωνική σύνταξη. Η αύξηση αυτή καταβάλλεται στο Πάγιο Ταμείο της Δημοκρατίας.

 

 

Ταυτόχρονη πληρωμή παροχής σε συζύγους.

 

 

Σε περίπτωση που καταβάλλεται οποιαδήποτε παροχή ταυτόχρονα και στους δύο συζύγους, η αύξηση για τα εξαρτώμενα καταβάλλεται μόνο στο/στη σύζυγο που δικαιούται αύξηση της παροχής σε μεγαλύτερο ύψος.

 

 

Διαχωρισμός παροχής

 

 

Η αύξηση η οποία καταβάλλεται για σύζυγο (άνδρα ή γυναίκα) που συζούσε με το δικαιούχο κατά ή μετά το χρόνο χορήγησης της σύνταξης ή συντηρείτο από το δικαιούχο κατά ή μετά τον εν λόγω χρόνο μπορεί κατά την κρίση του Διευθυντή Κοινωνικών  Ασφαλίσεων, να καταβάλλεται στο σύζυγο ή στη σύζυγο εφόσον αυτός/αυτή έπαυσε να συζεί με το δικαιούχο.

 

 

Άλλες Τροποποιήσεις

 

Με τη νέα τροποποίηση το ποσό της συμπληρωματικής σύνταξης που προστίθεται στο ποσό της βασικής σύνταξης επαναφέρεται στο δικαιούχο στις περιπτώσεις που:

 

(i)             το εξαρτώμενο παύει να θεωρείται εξαρτώμενο του δικαιούχου.

 

(ii)            Η αύξηση καταβάλλεται για εξαρτώμενο και το οποίο απέκτησε δικαίωμα σε κοινωνική σύνταξη ή άλλη παροχή κοινωνικών ασφαλίσεων.

 

(β) Εξαιρούμενες Απασχολήσεις

 

 

Πρόσωπα τα οποία είναι ηλικίας κάτω των δεκαέξι χρόνων και απασχολούνται σε γεωργική απασχόληση και τα οποία ζουν με τους γονείς τους, δεν υπόκεινται σε ασφάλιση.

 

 

(δ) Δικαίωμα ασφάλισης αγροτισσών ως αυτοτελώς εργαζομένων από 1 Ιανουαρίου 2002.

 

 

(ε) Από 1 Ιανουαρίου 2001 έχει τροποποιηθεί η φόρμουλα η οποία χρησιμοποιείται για τη μείωση συνταξιοδότησης των μεταλλωρύχων και η μείωση που δικαιούνται (κάθε πέντε χρόνια υπηρεσία ως μεταλλωρύχοι, ένα χρόνο μείωση της συντάξιμης ηλικίας, ή κάθε πέντε μήνες, ένας μήνας) θα αρχίζει από το 63ο έτος αντί από το 65ο έτος και θα σταματά στο 58ο αντί στο 60ο έτος.

 

 

ΕΙΔΙΚΗ ΧΟΡΗΓΙΑ ΣΕ ΣΥΝΤΑΞΙΟΥΧΟΥΣ

 

 

Ύστερα από αγώνες της ΠΕΟ και της Ένωσης Κυπρίων Συνταξιούχων (Ε.ΚΥ.ΣΥ.) και ύστερα από τη κοινή πρόταση των κομμάτων ΑΚΕΛ-ΔΗΚΟ και Κ.Σ. ΕΔΕΚ τελικά τον Ιούλιο του 2002 μέσα στα πλαίσια της φορολογικής μεταρρύθμισης αποφασίστηκε και παραχωρήθηκαν στους συνταξιούχους αντισταθμιστικές παροχές με την μορφή της ειδικής χορηγίας.

 

 

Η ειδική χορηγία επί προηγούμενης Κυβέρνησης παραχωρήθηκε στους συνταξιούχους από το Υπουργείο Οικονομικών  με καθυστέρηση το Δεκέμβρη,  του 2002 και αφορούσε την περίοδο Ιουλίου-Δεκέμβρη ενώ η νέα κυβέρνηση πλήρωσε την ειδική χορηγία για το Α’ εξάμηνο του 2003 προκαταβολικά από τον Απρίλη και στη συνέχεια η ειδική χορηγία πληρώθηκε ανά τρίμηνο (προκαταβολικά).

 

 

Από τον Ιανουάριο του 2004 η ειδική χορηγία πληρώνεται από το Υπουργείο Εργασίας κάθε μήνα με ξεχωριστή επιταγή. Αναμένεται να ολοκληρωθεί μελέτη από τον Αναλογιστή του Ταμείου Κοινωνικών Ασφαλίσεων με σκοπό την αναμόρφωση του συστήματος και την προσαρμογή του στα σημερινά δεδομένα. Αίτημα της ΕΚΥΣΥ είναι η ενσωμάτωση της ειδικής χορηγίας στη μηνιαία σύνταξη. Ακολουθεί πίνακας στον οποίο φαίνεται το ύψος της ειδικής χορηγίας ανά εξάμηνο. (Τα ποσά που φαίνονται αναφορικά με τις συνολικές μηνιαίες απολαβές των συνταξιούχων είναι με βάση τη τιμαριθμική αύξηση του Ιουλίου του 2003).

 

 

ΠΙΝΑΚΑΣ ΣΤΟΝ ΟΠΟΙΟ ΦΑΙΝΕΤΑΙ ΤΟ ΥΨΟΣ

 

ΤΗΣ ΕΙΔΙΚΗΣ ΧΟΡΗΓΙΑΣ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΣΥΝΤΑΞΙΟΥΧΟΥΣ

 

 

 

Συνολικές Μηνιαίες Απολαβές Συνταξιούχων £            Ύψος Χορηγίας Ανά εξάμηνο

Μέχρι £148,20                                                          325  

 

Από £148,21 μέχρι £158,49                                      310  

 

Από £158,49 μέχρι £174,31                                     240  

 

Από £174,32 μέχρι £500,00                                    228  

 

Κοινωνική σύνταξη £141,21                                    270  

 

Επίδομα ορφάνιας                                               325  

 

Διπλές συντάξεις                                                228  

 

*χωρίς αύξηση για εξαρτώμενα

 

 

Σημειώσεις:

 

 

I.              Στις περιπτώσεις επιδόματος ορφάνιας το ύψος της χορηγίας θα είναι ίσο με εκείνο της κατώτατης σύνταξης (£325).

 

II.             Στις περιπτώσεις των διπλών συντάξεων το ύψος της χορηγίας θα είναι ίσο με εκείνο της πλήρους βασικής σύνταξης (£228).

 

III.            Στις περιπτώσεις των συντάξεων μερικής ανικανότητας που το ύψος της σύνταξης είναι ανάλογο με το βαθμό ανικανότητας δηλαδή 60%, 75% και 85% του βαθμού 100% το ύψος της χορηγίας θα είναι ίσο με 60%, 75% και 85% αντίστοιχα του ποσού της χορηγίας που θα δικαιούται ο συνταξιούχος αν έπαιρνε σύνταξη βαθμού 100%.

 

IV.           Στις περιπτώσεις σύνταξης αναπηρίας που το ύψος της σύνταξης υπολογίζεται με βάση το ποσοστό αναπηρίας (20% μέχρι 100%) πάνω στη πλήρη βασική σύνταξη, το ύψος της χορηγίας θα είναι ίσο με το ποσό της χορηγίας για πλήρη βασική σύνταξη (£228) επί το ποσοστό αναπηρίας.

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΑΡΘΡΑ