ΟΜΙΛΙΑ ΓΓ ΠΕΟ ΣΤΗΝ ΗΜΕΡΙΔΑ «Η ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΗ ΚΑΤΟΧΥΡΩΣΗ ΕΛΑΧΙΣΤΩΝ ΜΙΣΘΩΝ ΩΣ ΜΕΡΟΣ ΤΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ ΡΥΘΜΙΣΗΣ ΤΩΝ ΕΡΓΑΣΙΑΚΩΝ ΣΧΕΣΕΩΝ»

Εισήγηση Πάμπη Κυρίτση,
Γενικού Γραμματέα ΠΕΟ
Στην Ημερίδα με θέμα: «Η νομοθετική κατοχύρωση ελάχιστων μισθών ως μέρος της διαδικασίας ρύθμισης των Εργασιακών Σχέσεων»
30 Νοεμβρίου 2021

Όποιος κοιτάξει τις εκθέσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για το Ευρωπαϊκό εξάμηνο, αλλά και τις στατιστικές αναλύσεις της Eurostat, θα δει ότι στην Κύπρο από το 2013 και μετά, η κοινωνική ανισότητα διευρύνεται ραγδαία.

H κύρια αιτία γι’ αυτό είναι ασφαλώς η απαξίωση της εργασίας και η κατολίσθηση των μισθών.

Με βάση τα στοιχεία της Κυπριακής Στατιστικής Υπηρεσίας, μεταξύ 2012 και 2017 ο διάμεσος μισθός έχει υποχωρήσει κατά 7%. Για όσους διαβάζουν σωστά τους δείκτες είναι σαφές ότι στον ιδιωτικό τομέα και ιδιαίτερα στις πιο ευάλωτες ομάδες, η υποχώρηση είναι πολύ μεγαλύτερη από ότι η μέση υποχώρηση. Για δε τους νεοεισερχόμενους στην αγορά εργασίας η κατάσταση είναι εξοργιστικά θλιβερή.

Η ίδια η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στις εκθέσεις της για το Ευρωπαϊκό εξάμηνο, κάμνει δυο πολύ ενδεικτικές και ξεκάθαρες διαπιστώσεις τις οποίες τις παραθέτουμε αυτούσιες:

• «Το κόστος εργασίας στην Κύπρο ακολούθησε πτωτική πορεία προσαρμογής μεταξύ 2012 και 2015. Η προσαρμογή προς τα κάτω των τιμών καταναλωτή, μέχρι το 2016, ήταν περιορισμένη σε σύγκριση με τη μείωση του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος. Αυτό σημαίνει ότι οι εταιρείες έχουν αυξήσει τα περιθώρια κέρδους τους αντί να μεταβιβάσουν το σύνολο της μείωσης του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος και των τιμών της ενέργειας, στους καταναλωτές.»

• «Η επισφάλεια της αγοράς εργασίας και η σημαντική προσαρμογή των μισθών που σημειώθηκε τα τελευταία χρόνια, συνέβαλαν στην αύξηση των εισοδηματικών ανισοτήτων… Η ανισότητα αυξάνεται ταχέως κατά τα τελευταία έτη και εξακολουθεί να αποτελεί πηγή ανησυχίας. Η διευρυνόμενη ανισότητα προκλήθηκε από την ταχύτερη αύξηση του εισοδήματος στο πλουσιότερο τμήμα του πληθυσμού.

• «Μολονότι το ποσοστό συνδικαλιστικής εκπροσώπησης στην Κύπρο είναι υψηλότερο από ό, τι σε άλλα κράτη μέλη, το ποσοστό των εργαζομένων που καλύπτονται από συλλογικές συμβάσεις είναι χαμηλότερο από τον μέσο όρο της ΕΕ.»

Οι διαπιστώσεις αυτές κανένας δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι ελαύνονται από αλλότρια κίνητρα, όπως κατηγορούν εμάς όταν λέμε τα ίδια πράγματα. Οι διαπιστώσεις αυτές με απλά λόγια, συνηγορούν στο εξής:

Η ραγδαία μείωση του εργατικού κόστους, δεν αντανακλά σε βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας αλλά ξεκάθαρα αντανακλά σε αύξηση των περιθωρίων κερδοφορίας. Αυτή η διαπίστωση επιβεβαιώνεται πλήρως και από τις στατιστικές για την σύνθεση του εθνικού εισοδήματος, όπου το εισόδημα που προέρχεται από κέρδη και προσόδους έχει σημαντικά αυξηθεί ενώ το εισόδημα από εργασία έχει σημαντικά μειωθεί.

Είναι εμφανές ότι ο κύριος λόγος της μείωσης του εργατικού κόστους είναι η κατολίσθηση των μισθών. Στις διαπιστώσεις της Ε.Ε. προσδιορίζονται και οι λόγοι. Είναι η μη εφαρμογή από την μια των συλλογικών συμβάσεων και η επιβολή από την άλλη «ευέλικτων» μορφών εργοδότησης» όπως πολύ παραστατικά αναφέρεται στην 2η διαπίστωση της Ε.Ε.
Σ’αυτή τη δύσκολη 10ετία, έχει επιβεβαιωθεί ξανά το γεγονός ότι στους χώρους που υπάρχει ισχυρή συνδικαλιστική οργάνωση και λειτουργεί η συλλογική διαπραγμάτευση, οι επιπτώσεις της κρίσης είναι κατά κανόνα πολύ λιγότερες. Και σε αυτούς τους χώρους βέβαια το 2013, την περίοδο του κουρέματος και της μαζικής ανεργίας, είχαν γίνει και υποχωρήσεις και συμβιβασμοί. Έγιναν όμως οργανωμένα και συντεταγμένα μέσα από συμφωνίες με αρχή και τέλος. Γι’ αυτό και μετά την κρίση έχουν επανέλθει.
Παρ’ όλα αυτά είναι φανερό ότι η κρίση έχει ανατρέψει τους συσχετισμούς. Λόγω της δυσμενούς θέσης στην οποία βρέθηκαν οι εργαζόμενοι, έχει μειωθεί δραστικά η συνδικαλιστική πυκνότητα και ο ανοργάνωτος χώρος έχει υποστεί ένα τεράστιο πισωγύρισμα όσον αφορά τους όρους και τις συνθήκες απασχόλησης. Πολλοί εργαζόμενοι, ιδιαίτερα οι νέοι, εργοδοτούνται χωρίς ρυθμισμένους όρους, χωρίς προστασία, έρμαιο στην εργοδοτική αυθαιρεσία. Οι συλλογικές συμβάσεις, ιδιαίτερα οι κλαδικές, δεν εφαρμόζονται από όλους και μέσα από την επιβολή προσωπικών συμβολαίων, δημιουργούνται εργαζόμενοι πολλών ταχυτήτων. Ιδιαίτερα ανησυχητικό είναι το γεγονός ότι οι διεργασίες για την ανανέωση των συμβάσεων αρχίζουν να μην επηρεάζουν τις συνθήκες δουλειάς μεγάλης μάζας εργαζομένων, με αποτέλεσμα να γίνονται αδιάφοροι και να αποστασιοποιούνται.
Για μας είναι ξεκάθαρο ότι ο φόβος και η ανασφάλεια σε συνδυασμό με την αθέμητη εκμετάλλευση φτηνής εργατικής δύναμης ευάλωτων ανθρώπων κύρια μεταναστών έχουν δημιουργήσει συνθήκες έντασης της εργοδοτικής αυθαιρεσίας και δυνατότητες για ακόμα πιο σκληρή εκμετάλλευση των εργαζομένων με αποτέλεσμα η διαδικασία της απορρύθμισης των εργασιακών σχέσεων να επιταχύνεται δραματικά.

Έχοντας υπ’όψιν αυτές τις πραγματικότητες, το Συνδικαλιστικό κίνημα, θέτει σήμερα ως κυρίαρχη προτεραιότητα τον αγώνα για υιοθέτηση τέτοιων θεσμικών και νομοθετικών μέτρων, ώστε οι συλλογικές συμβάσεις όχι μόνο να συνομολογούνται αλλά και να εφαρμόζονται. Ταυτόχρονα απαιτεί την νομοθετικά κατοχυρωμένη διασφάλιση ενός ελάχιστου πλαισίου εργασιακών δικαιωμάτων και για εκείνους τους εργαζόμενους που για τον ένα ή τον άλλο λόγο οι όροι εργοδότησης τους δεν καλύπτονται από συλλογική σύμβαση.

Ο διάλογος που έχει ανοίξει για την καθιέρωση κατώτατου μισθού, είναι αποτέλεσμα κύρια της δικής μας πίεσης και ασφαλώς η κατάληξη του μπορεί να συμβάλει στην επαναρύθμιση των εργασιακών σχέσεων και στην επαναφορά μιας στοιχειώδους ισορροπίας στον συσχετισμό δυνάμεων μεταξύ εργαζομένων και εργοδοτών.

Για να γίνει όμως αυτό, για να είναι δηλαδή ολοκληρωμένη μια νομοθετική ρύθμιση και να πετυχαίνει το στόχο της πρέπει να στηρίζει και να ενισχύει τις συλλογικές διαπραγματεύσεις και συμβάσεις και όχι να τις ανταγωνίζεται και σε τελική ανάλυση να τις υποσκάπτει.

Γι’ αυτό και η δική μας θέση είναι ξεκάθαρη. Στους τομείς που καλύπτονται από συλλογικές συμβάσεις, ο κατώτατος μισθός και τα υπόλοιπα ωφελήματα υπάρχει και είναι καθορισμένος. Κατά συνέπεια εκείνο που πρέπει να γίνει, δεν είναι να εμφανίζεται και ένας άλλος κατώτατος και μάλιστα νομοθετικά θεσμοθετημένος, αλλά η υποχρέωση των εργοδοτών να εφαρμόζουν τον κατώτατο μισθό που προβλέπεται από τη συλλογική σύμβαση να νομοθετηθεί. Αυτή θα ήταν σίγουρα μια πραγματική κίνηση στήριξης και ενθάρρυνσης των συλλογικών διαπραγματεύσεων. Όπως συνιστά και ενθαρρύνει η Οδηγία που έχει ετοιμάσει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και όπως προβλέπει και ο πυλώνας κοινωνικών δικαιωμάτων που η Ε.Ε. επιθυμεί να οικοδομήσει στα πλαίσια της δίκαιης μετάβασης στην πράσινη και ψηφιακή εποχή. Σε διαφορετική περίπτωση, αν τελικά επιβληθεί ένας οριζόντια διαμορφωμένος «εθνικός μισθός» ο οποίος θα αγνοεί τις συλλογικές διαπραγματεύσεις και τη συλλογική σύμβαση, με τα δεδομένα που υπάρχουν σήμερα στην πράξη αυτό που θα συμβεί είναι ότι η τάση που θα εμπεδώνεται, θα είναι η τάση για ισοπέδωση των μισθών στο ύψος του «εθνικού» κατώτατου και σε τελική ανάλυση, της καταπάτησης των συλλογικών συμβάσεων από πλευράς των εργοδοτών, με επίκληση μάλιστα και της συμμόρφωσης στις επιταγές του νόμου.

Η νομοθετική κατοχύρωση του μισθού πρόσληψης που προβλέπει η συλλογική σύμβαση κάθε κλάδου, θα ήταν ένα πολύ ισχυρό κίνητρο για τους εργαζόμενους και ιδιαίτερα για τους νέους, να εμπλέκονται και να μετέχουν στην διαδικασία των συλλογικών διαπραγματεύσεων μέσα από το συνδικαλιστικό κίνημα. Θα ήταν όμως ταυτόχρονα και ένας παράγοντας προστασίας για εκείνους τους εργοδότες που σέβονται την υπογραφή τους και εφαρμόζουν τις συλλογικές συμβάσεις, σε αντίθεση με εκείνους που τις καταπατούν και που σήμερα λόγω της αυθαιρεσίας τους αποκτούν και ανταγωνιστικό πλεονέκτημα.

Για τους εργαζόμενους που δεν καλύπτονται από συλλογική σύμβαση είναι αναγκαίο να θεσμοθετηθεί μηχανισμός για την εισαγωγή νομοθετικά κατοχυρωμένου κατώτατου μισθού. Μηχανισμός με τη συμμετοχή των αντιπροσωπευτικών φορέων των κοινωνικών εταίρων ώστε ο κατώτατος μισθός να είναι αποτέλεσμα συλλογικής διαπραγμάτευσης και όχι να καθορίζεται εκ των άνω αυθαίρετα και ανάλογα με τους εκάστοτε συσχετισμούς στα πολιτειακά όργανα.

Όσον αφορά τα κριτήρια για τη διαμόρφωση του ύψους του δεν μπορεί κατά την άποψη μας να είναι μόνο κάποια ποσοστά. Θα πρέπει να διασφαλίζεται ότι με αυτό το μισθό ένας εργαζόμενος που εργάζεται ένα πλήρες ωράριο, θα έχει τέτοιες απολαβές που θα του εξασφαλίζουν μια αξιοπρεπή διαβίωση.

Θα πρέπει επίσης να ενσωματωθεί ρήτρα Αυτόματης Τιμαριθμικής Αναπροσαρμογής, σύμφωνα με τις ρυθμίσεις που συμφωνούνται στον κοινωνικό διάλογο και να κατοχυρώνεται 13ος μισθός όπως προβλέπουν οι συλλογικές συμβάσεις.
Ξεκάθαρη πρέπει να είναι και η διαδικασία για την τακτική αναθεώρηση και την προσαρμογή του ανάλογα με τα εκάστοτε κοινωνικά και οικονομικά δεδομένα που θα διαμορφώνονται.
Ουσιώδης παράμετρος είναι οι ποινές που θα προβλέπονται σε περίπτωση παραβιάσεων, όπως επίσης και η διαδικασία της καταγγελίας και ο τρόπος με τον οποίο θα προστατεύεται ο εργαζόμενος από εκδικητικές συνέπειες σε περίπτωση που διεκδικεί τα δικαιώματα του.

Για μας είναι θέμα αρχής ότι μια νομοθετικά κατοχυρωμένη πρόσβαση σε κατώτατο μισθό θα πρέπει να αφορά όλους τους εργαζόμενους, χωρίς εξαιρέσεις. Προσέγγιση που θα αφήνει εργαζόμενους έξω από αυτή τη ρύθμιση επειδή είναι ευάλωτοι και οι δυνατότητες αντίδρασης τους περιορισμένες ή και μηδαμινές θα ήταν και απαράδεκτη και επικίνδυνη.

Φίλες και φίλοι
Ολοκληρώνω την παρέμβαση μου επαναλαμβάνοντας ότι η συζήτηση που πρόκειται να κάνουμε σήμερα, για μας είναι πολύ σημαντική γιατί αφορά την ουσία του ζητήματος το οποίο και το Συνέδριο της ΠΕΟ πρόκειται να αναδείξει ως προτεραιότητα για το συνδικαλιστικό κίνημα της Κύπρου. Το θέμα δηλαδή της νομοθετικής στήριξης της πολιτείας για επάνοδο σε ρυθμισμένες μέσα από συλλογικές διαπραγματεύσεις εργασιακές σχέσεις.
Δεν μπορώ να πω ότι είμαστε ήσυχοι ότι θα έχουμε αυτή τη στήριξη, ούτε ότι ο δρόμος αυτός θα είναι εύκολος. Η επιχειρηματολογία της κυβέρνησης μέχρι σήμερα, η οποία υπενθυμίζω ότι αρνείτο να ξεκινήσει διάλογο για κατώτατους μισθούς με το επιχείρημα ότι πρέπει να εξαλειφθεί η ανεργία, δείχνει ξεκάθαρα μια φιλοσοφία εντελώς αντίθετη από τη δική μας. Είναι μια επιχειρηματολογία, που ουσιαστικά ευλογεί την αυθαιρεσία και την εκμετάλλευση και την αναγορεύει, θελημένα ή άθελα, σε εργαλείο μείωσης της ανεργίας.
Για μας οι ρυθμίσεις και η κρατική στήριξη, ιδιαίτερα όσον αφορά τα ελάχιστα, είναι την ώρα της ανασφάλειας και της επισφάλειας που έχουν την μεγαλύτερη αξία.
Αυτά τα λέω για να υπογραμμίσω ότι πρέπει να είμαστε προετοιμασμένοι να παλέψουμε για μια ολοκληρωμένη και στη βάση αρχών θεσμοθέτηση για κάθε εργαζόμενο μιας νομοθετικά κατοχυρωμένης πρόσβασης σε ελάχιστο μισθό, η οποία όμως να στηρίζει και να ενισχύει τη συλλογική διαπραγμάτευση και τη συλλογική σύμβαση και όχι να την υποσκάπτει ή να την υποκαθιστά.
Θέλω να πιστεύω ότι σ’αυτό τον αγώνα το Συνδικαλιστικό κίνημα θα είναι ενωμένο και ομόθυμο ώστε να έχουμε και τα αποτελέσματα που χρειάζεται και δικαιούται η εργατική τάξη του τόπου μας.

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΑΡΘΡΑ